στερούμαι

στερούμαι
στερούμαι, στερήθηκα, στερημένος βλ. πίν. 74
——————
Σημειώσεις:
στερούμαι : στην παθητική φωνή σημαίνει κυρίως δεν έχω κάτι ή κάποιον (π.χ. έχει στερηθεί από μικρός τους γονείς του) / μου λείπει κάτι ή δεν έχω κάποια ιδιότητα (π.χ. στερείται οικονομικών πόρων, στερείται αξίας).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στερούμαι — στερούμουν, στερήθηκα, στερημένος, έχω έλλειψη κάποιου πράγματος, υποφέρω από φτώχεια: Στερήθηκε τα πάντα στη ζωή της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στεροῦμαι — στερέω deprive fut ind mid 1st sg (attic epic doric) στερέω deprive pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …   Wikipedia

  • απορώ — (AM ἀπορῶ, έω) [άπορος] 1. βρίσκομαι σε αμηχανία ή σύγχυση 2. ανησυχώ, στενοχωριέμαι μσν. νεοελλ. εκπλήσσομαι, παραξενεύομαι αρχ. μσν. (μτχ. πρκμ.) ὁ ἠπορημένος φτωχός, δυστυχισμένος αρχ. 1. είμαι άπορος, στερούμαι των μέσων διαβίωσης 2. διστάζω… …   Dictionary of Greek

  • ατέμβω — (Α) 1. κακομεταχειρίζομαι, στερώ 2. παθ. στερούμαι, χάνω 3. μέσ. επιπλήττω, κατακρίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το αρχ. ινδ. dabhnόti «βλάπτω», dambhά , αρσ. «απάτη». Το α του ατέμβω πιθ. αθροιστικό ή επιτατικό. Το ρ. ατέμβω… …   Dictionary of Greek

  • επιδέω — (I) ἐπιδέω (Α) 1. δένω επάνω, προσδένω («ἐπὶ τὰ κράνεα λόφους έπιδέεσθαι» λοφία πάνω στα κράνη, Ηρόδ.) 2. δένω με επίδεσμο, φασκιώνω («πολλοὺς... τραύματα ἐπιδεδεμένους», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δέω «δένω»]. (II) ἐπιδέω (AM) είμαι ελλιπής,… …   Dictionary of Greek

  • επιδεύομαι — ἐπιδεύομαι (Α) 1. μού λείπει κάτι, στερούμαι («νῡν δ’ ἤδη τούτων ἐπιδεύομαι», Ομ. Οδ.) 2. χρειάζομαι τη βοήθεια κάποιου («σεῡ ἐπιδευόμενος») 3. υστερώ, μειονεκτώ («πολλὸν κείνων ἐπιδεύεαι ἀνδρῶν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δεύομαι «στερούμαι, έχω… …   Dictionary of Greek

  • συμπένομαι — Α στερούμαι κάτι μαζί με άλλους («συμπένομαι τοῑς πολίταις τούτου τοῡ πράγματος», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πένομαι «είμαι φτωχός, στερούμαι»] …   Dictionary of Greek

  • συστερούμαι — έομαι, ΜΑ [στεροῦμαι] στερούμαι επί πλέον …   Dictionary of Greek

  • χάνω — ΝΜ 1. παύω να έχω κάτι («έχασα το πορτοφόλι μου») 2. στερούμαι ένα πρόσωπο λόγω θανάτου του (α. «πέρασε ένας χρόνος από τότε που έχασε το παιδί της» β. «πῶς τοῦτο ἐσυνέβηκεν, ἐχάσαμέν σε νέαν», Διγεν. Ακρ.) 3. μέσ. χάνομαι α) εξαφανίζομαι β)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”